Ο Τραμπ ξαναγράφει τους κανόνες για Γάζα, Ουκρανία και ταράζει την ΕΕ

Τα σχέδιά του Τραμπ για Γάζα και Ουκρανία έρχονται σε αντίθεση με την αμερικανική πολιτική δεκαετιών – Έρχεται η σειρά της Ταϊβάν;
Τους κανόνες στην επίλυση των άλυτων συγκρούσεων του κόσμου ξαναγράφει ο Τραμπ, με τις κινήσεις του για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία αλλά και για το σχέδιό του για μετεγκατάσταση ολόκληρου του πληθυσμού της Γάζας.
Όπως αναφέρει η Wall Street Journal, τα σχέδιά του για τις δύο αυτές περιοχές έρχονται σε αντίθεση με την αμερικανική πολιτική δεκαετιών, αποτελώντας μια ξεκάθαρη δήλωση ότι οι συμβατικές λύσεις της Ουάσινγκτον έχουν δοκιμαστεί και έχουν αποτύχει.
Για τον Τραμπ, η Γάζα και η Ουκρανία μοιάζουν πολύ μεταξύ τους: χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν άδικα, πόλεις καταστρέφονται και χρόνιες έχθρες τροφοδοτούν ατελείωτες συγκρούσεις.
Οι λύσεις που προτείνει για τη Γάζα και την Ουκρανία έχουν ομοιότητες. Βασίζονται στην πίστη του στις ικανότητές του να πείθει, στη δηλωμένη φιλοδοξία του να μείνει στην ιστορία ως ειρηνοποιός και στην τάση του να επιβάλλει αποφάσεις σε πιο αδύναμες χώρες, ακόμα και σε συμμάχους των ΗΠΑ.
«Αυτό που θέλει και στις δύο περιπτώσεις είναι ηρεμία, τάξη και μια συμφωνία», αναφέρει ο Γουίλιαμ Βέχσλερ, ανώτερος διευθυντής στο Κέντρο Ραφίκ Χαρίρι και στα Προγράμματα για τη Μέση Ανατολή του think tank Atlantic Council. «Λιγότερη αμερικανική εμπλοκή, σημαίνει μικρότερο ρίσκο για τις ΗΠΑ».
Το ερώτημα είναι αν ο Τραμπ θα προσπαθήσει να εφαρμόσει αυτήν τη στρατηγική και αλλού, όπως στην Ταϊβάν, όπου αυξάνονται οι φόβοι ότι η επιθυμία του για μια γρήγορη εμπορική συμφωνία με το Πεκίνο θα μπορούσε να τον οδηγήσει να χρησιμοποιήσει το δημοκρατικό νησί ως διαπραγματευτικό χαρτί.
Η ανορθόδοξη προσέγγισή του ενέχει επίσης τον κίνδυνο δημιουργίας νέων στρατηγικών αδιεξόδων.
Στην Ουκρανία, η πίεση του Τραμπ για ειρήνη έχει προκαλέσει ανησυχίες στο Κίεβο ότι μπορεί να επιδιώξει μια συμφωνία χωρίς τη συναίνεση της χώρας, η οποία θα σταματήσει προσωρινά τις εχθροπραξίες αλλά δεν θα διασφαλίσει την ικανότητα της Ουκρανίας να αντισταθεί στη Ρωσία μακροπρόθεσμα.
Πώς βλέπουν οι Βρυξέλλες τις κινήσεις Τραμπ;
Την Τετάρτη, ο Τραμπ αποκάλυψε ότι συμφώνησε με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν να ξεκινήσουν ειρηνευτικές συνομιλίες, ενώ την ίδια στιγμή, ο υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ παρουσίαζε στις Βρυξέλλες το πλαίσιο μιας πιθανής συμφωνίας, το οποίο απέκλειε την ανάκτηση από το Κίεβο όλων των εδαφών που κατέχει η Ρωσία, την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και την αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων ως ειρηνευτική δύναμη.
Μάλιστα, η Κίνα προσφέρεται να φιλοξενήσει σύνοδο κορυφής ΗΠΑ-Ρωσίας για να τελειώσει ο πόλεμος. Αν και η συνάντηση των δυο ηγετών θα γίνει πιθανότατα στη Σαουδική Αραβία.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι υποστήριξαν ότι οι παραχωρήσεις της κυβέρνησης Τραμπ αφαίρεσαν από τις ΗΠΑ κάθε διαπραγματευτικό πλεονέκτημα πριν καν ξεκινήσουν οι συνομιλίες.
«Ο Τραμπ πάντα μιλά για “ειρήνη μέσω ισχύος”, και αυτή είναι ακριβώς η σωστή προσέγγιση με τη Ρωσία», δήλωσε ανώτερος Ευρωπαίος αξιωματούχος. «Αλλά εδώ, δεν έχουμε δει ακόμη το στοιχείο της ισχύος».
Παρότι ο Τραμπ δεσμεύτηκε την Τετάρτη να συνεχίσει τη στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ προς το Κίεβο, επέμεινε ότι ο Πούτιν επιθυμεί πραγματικά την ειρήνη—κάτι για το οποίο πολλοί αναλυτές αμφιβάλλουν.
«Ο Τραμπ θέλει μια εκεχειρία και μια συμφωνία που θα παραμερίσει το ζήτημα της Ουκρανίας για κάποιο διάστημα», έγραψε η Τατιάνα Στανόβαγια, ανώτερη ερευνήτρια στο Carnegie Russia Eurasia Center, σε ανάρτησή της στην πλατφόρμα X. «Αλλά το όραμά του διαφέρει ριζικά από του Πούτιν. Για τον Πούτιν, μια πραγματική λύση σημαίνει μια Ουκρανία “φιλική” προς τη Ρωσία».Το 2016, ο Τραμπ «άνοιξε» τον δρόμο προς την προεδρία κατηγορώντας την Ουάσινγκτον ότι είχε εμπλακεί σε μακροχρόνιες κατοχές στο Αφγανιστάν και το Ιράκ χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Ωστόσο, συχνά έβρισκε εμπόδια από τους συμβούλους του και την απειρία του στη χάραξη πολιτικής.
Οι ειρηνευτικές συμφωνίες που προώθησε στην πρώτη του θητεία ήταν επίσης ανορθόδοξες, με ανάμεικτα αποτελέσματα.
Οι λεγόμενες «Συμφωνίες του Αβραάμ» μεταξύ Ισραήλ και τεσσάρων αραβικών κρατών ανέτρεψαν τη συμβατική σκέψη δεκαετιών ότι η ειρήνη απαιτούσε τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, αλλά δεν βρήκαν απήχηση σε άλλα αραβικά κράτη. Η Χαμάς επικαλέστηκε τον παραγκωνισμό του παλαιστινιακού ζητήματος ως λόγο για τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου 2023, που οδήγησαν στον πόλεμο με το Ισραήλ.
Στο Αφγανιστάν, ο Τραμπ αγνόησε το κατεστημένο της Ουάσινγκτον και το 2020 υπέγραψε ειρηνευτική συμφωνία με τους Ταλιμπάν χωρίς τη συμμετοχή της αμερικανόφιλης κυβέρνησης της Καμπούλ.
Στη δεύτερη θητεία του, ο Τραμπ δείχνει ήδη μεγαλύτερη προθυμία να εφαρμόσει τις δικές του ιδέες.
«Κληρονομήσαμε έναν κόσμο στις φλόγες εξαιτίας μιας γενιάς δήθεν ειδικών εξωτερικής πολιτικής», δήλωσε ο Μπράιαν Χιουζ, εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. «Ο Πρόεδρος Τραμπ αντιστρέφει γρήγορα τα τρομερά τους λάθη, και η Αμερική είναι ξανά η κυρίαρχη δύναμη ειρήνης και σταθερότητας».
Οι απειλές του να καταλάβει τη Διώρυγα του Παναμά, να προσαρτήσει τον Καναδά ως πολιτεία των ΗΠΑ και να πάρει τον έλεγχο της Γροιλανδίας έχουν ανησυχήσει τους συμμάχους της Ουάσινγκτον.
Η λεπτή ισορροπία στην Ασία
Για δεκαετίες, η Ουάσινγκτον υπήρξε ο σημαντικότερος στρατιωτικός υποστηρικτής της Ταϊπέι, προμηθεύοντας την Ταϊβάν με τα όπλα που χρειάζεται για να αποτρέψει και να αμυνθεί απέναντι σε μια πιθανή επίθεση της Κίνας. Το Πεκίνο διεκδικεί το νησί ως μέρος της επικράτειάς του και δεν έχει αποκλείσει τη χρήση βίας για να επιβάλει τον έλεγχό του.
«Αν η Κίνα αρχίσει να αμφιβάλλει ότι οι ΗΠΑ θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους απέναντι στην Ταϊβάν, τότε δεν την αποτρέπουμε—την δελεάζουμε και την ενθαρρύνουμε», δήλωσε ο Ντάνιελ Ράσελ, πρώην Αμερικανός διπλωμάτης και νυν αντιπρόεδρος του Asia Society Policy Institute στη Νέα Υόρκη.
Η εύθραυστη ειρήνη που επικρατεί στηρίζεται σε ένα σύνολο συμφωνιών, άτυπων κατανοήσεων και πρακτικών που ρυθμίζουν τις σχέσεις Κίνας-Ταϊβάν—μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη διπλωματική γλώσσα και τη σκληρή ισχύ, διαμορφωμένη μέσα από δεκαετίες.
Ο Τραμπ έχει σε μεγάλο βαθμό τηρήσει την παραδοσιακή πολιτική της «στρατηγικής ασάφειας» όσον αφορά το αν οι ΗΠΑ θα εμπλακούν σε μια σύγκρουση Κίνας-Ταϊβάν, ακολουθώντας τη διαχρονική στάση της Ουάσινγκτον. Ωστόσο, κατά καιρούς έχει μιλήσει για το νησί με καθαρά συναλλακτικούς όρους.
«Το μεγάλο ερώτημα είναι αν ο πρόεδρος θεωρεί πιθανή μια συμφωνία με το Πεκίνο, που θα μπορούσε να περιλαμβάνει και την Ταϊβάν», δήλωσε ο Ρίτσαρντ Φοντέιν, διευθύνων σύμβουλος του Center for a New American Security, προσθέτοντας ότι ελάχιστοι στο περιβάλλον του Τραμπ θεωρούν κάτι τέτοιο ρεαλιστικό ή επιθυμητό.