Κώστας Γαβράς: Το χειρότερο είναι ο φόβος παρά ο ίδιος ο θάνατος

τις 13 Φεβρουαρίου ο Κώστας Γαβράς έκλεισε τα 92. Οταν πριν από τρία χρόνια τον είχαμε συναντήσει στα Χανιά, όπου βρέθηκε για να παραλάβει τιμητικό βραβείο από το τοπικό κινηματογραφικό φεστιβάλ, τον είχα ρωτήσει αν σκέφτεται να γυρίσει άλλη ταινία. «Θα κάνω σίγουρα μία ακόμη», είχε πει τότε και κράτησε την υπόσχεσή του. Η «Τελευταία πνοή», που κυκλοφορεί από την περασμένη Πέμπτη και στις ελληνικές αίθουσες, περιγράφει την ιστορία του Φαμπρίς (Ντενί Πονταλιντές), ενός καταξιωμένου συγγραφέα, τον οποίο κατακλύζει ο τρόμος του θανάτου ενόψει μιας κρίσιμης ιατρικής διάγνωσης. Τελικά, στον δρόμο του θα βρεθεί ο Ογκουστίν (Καντ Μεράντ), γιατρός στην υπηρεσία της παρηγορητικής ιατρικής, ο οποίος θα ξεκινήσει μαζί του ένα ενδιαφέρον φιλοσοφικό και συναισθηματικό ταξίδι.

«Η συγκεκριμένη ιδέα με ενδιέφερε εδώ και χρόνια για λόγους αρχικά προσωπικούς: έχω φτάσει σε μια ηλικία που πρέπει να αντιμετωπίσω το πρόβλημα μια μέρα. Αλλωστε, σχεδόν όλοι οι παλιοί συνεργάτες, ηθοποιοί, τεχνικοί κ.ά. των ταινιών που έχω κάνει, έχουν φύγει· θα έρθει η σειρά μου. Επίσης με απασχολεί με ποιον απλό και ειρηνικό τρόπο μπορεί να φύγει κανείς, δίχως επεμβάσεις για να παρατείνουμε λίγο τη ζωή, κάτι που προσωπικά το βρίσκω τελείως γελοίο. Οι άνθρωποι έχουμε, δυστυχώς, αυτή την ιδέα της αιωνιότητας. Το βιβλίο (σ.σ. ομώνυμο της ταινίας, των Ρεζίς Ντεμπρέ και δρος Κλοντ Γκραντζ) μου έδωσε σκηνές και χαρακτήρες. Εδειχνε τον τρόπο να αποφευχθεί αυτό που έχω ζήσει με κάποιο γνωστό μου, που έλεγε σε όλους στο νοσοκομείο “μη με αφήνετε να φύγω”. Με ακολουθούσε καιρό αυτή η εικόνα», μας λέει ο Κώστας Γαβράς, τον οποίο συναντήσαμε προ λίγων μηνών στην Αθήνα.

Σχεδόν όλοι οι παλιοί συνεργάτες, ηθοποιοί, τεχνικοί κ.ά. των ταινιών που έχω κάνει, έχουν φύγει· θα έρθει η σειρά μου.

Σε κάποιο σημείο της ταινίας του, ακούμε τον πρωταγωνιστή να παρατηρεί: «Στην πραγματικότητα δεν μας απασχολούν οι χιλιάδες νεκροί των πολέμων που γίνονται σε όλο τον κόσμο, αλλά μας συγκλονίζει ο ένας, ο ετοιμοθάνατος που έχουμε μπροστά μας».

κώστας-γαβράς-στην-κ-το-χειρότερο-εί-563370322
Ταινίες που κάνουν τους ανθρώπους λιγότερο σκληρούς
Ο Ελληνας σκηνοθέτης επισημαίνει σχετικά: «Το χειρότερο πράγμα δεν είναι ο ίδιος ο θάνατος, αλλά ο φόβος γι’ αυτόν. Μαθαίνουμε να έχουμε φόβο για τον θάνατο. Από την άλλη, έχει αλλάξει πολύ ο τρόπος με τον οποίο τον αντιμετωπίζει ο δυτικός άνθρωπος. Θυμάμαι όταν ήμουν νέος στο χωριό χτυπούσε η καμπάνα όλη τη μέρα όταν πέθαινε κάποιος. Ολοι συνόδευαν τον νεκρό στην κηδεία, οι γυναίκες τον ξενυχτούσαν κ.λπ. Και στις πόλεις ακόμη, βάζαμε ένα μαύρο πανί μπροστά στο σπίτι για να δείξουμε ότι εκεί ήταν ο θάνατος. Αυτά έχουν τελειώσει».

Η σοφία των γερόντων
Η ταινία του, πάντως, ασχολείται βασικά με όσα συμβαίνουν πριν να έρθει το τέλος, ανάμεσα στα οποία και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους που έχουν ξεπεράσει πια τα λεγόμενα «παραγωγικά» τους χρόνια. «Ενα πρόβλημα που μεγαλώνει είναι ότι έχουμε όλο και περισσότερους ηλικιωμένους. Πρόβλημα οικονομικό και συναισθηματικό. Υπολογίζεται ότι σε 25-30 χρόνια στη Γαλλία θα έχουμε γύρω στους 100.000 ανθρώπους άνω των 100 ετών, σήμερα είναι περίπου 30.000. Πλέον, στέλνουμε τους ηλικιωμένους σε κέντρα. Αν κανείς έχει τα οικονομικά μέσα σε κάποιο πιο πολυτελές ίδρυμα και οι υπόλοιποι σε κρατικά με λιγότερες ανέσεις. Σαν να θέλουμε να απαλλαγούμε από τους “ενοχλητικούς” ηλικιωμένους. Παλιότερα, οι γεροντότεροι έφερναν κάτι στην κοινωνία· μάθαιναν στους νέους. Οι νεότεροι πλέον νιώθουν ασφαλείς κατέχοντας τη γνώση μέσα στο κινητό που κρατούν στο χέρι τους. Δεν έχουν ανάγκη την παλιά πείρα. Εγώ έζησα με έναν παππού, που πήρα και το όνομά του, ο οποίος διαρκώς με δίδασκε: για τις μέλισσες, για τα φρούτα στα δέντρα. Μια μέρα έθαψαν τον νονό μου. Στο τέλος ο παπάς είπε μια τελευταία προσευχή κι έδειξε τον ουρανό. Ο παππούς, όμως, μου έδειξε μόνο τον τάφο, χωρίς να πει τίποτα. Αυτή η εικόνα μού έμεινε. Χρόνια αργότερα, συνειδητοποίησα ότι αυτή ήταν μια συμβουλή, για να καταλάβω κάτι περισσότερο. Αυτό έδινε η ηλικία και ο σεβασμός που απέπνεε».

Μια μέρα έθαψαν τον νονό μου. Στο τέλος ο παπάς είπε μια τελευταία προσευχή κι έδειξε τον ουρανό. Ο παππούς, όμως, μου έδειξε μόνο τον τάφο, χωρίς να πει τίποτα.

Παρά το βαρύ και δύσκολο θέμα, η «Τελευταία πνοή» παραμένει στη μεγαλύτερη διάρκειά της ανάλαφρη και παιγνιώδης. «Ηθελα η προσέγγιση να είναι ελαφριά όπως οι συζητήσεις που κάνουμε με φίλους πάνω σε αυτό το θέμα και πολλές φορές αστειευόμαστε. Ενα φιλμ δεν είναι ακαδημαϊκό μάθημα. Τολμώ μάλιστα να πω ότι αυτός είναι ίσως και ένας τρόπος για να πεθάνει κανείς, με κάποια ελαφρότητα», εξηγεί χαμογελώντας ο Κώστας Γαβράς. Η παρηγορητική ιατρική, την οποία πραγματεύεται στην ταινία του, δεν έχει βέβαια στόχο να διακωμωδήσει τον θάνατο, αλλά να προσφέρει κατά το δυνατόν ανακούφιση και αξιοπρέπεια στους ασθενείς. Οι περισσότεροι γιατροί και νοσοκόμοι που εμφανίζονται στην ταινία, μάλιστα, υπηρετούν σε μια τέτοια (δημόσια) ιατρική μονάδα της Γαλλίας.

Το σινεμά σήμερα
Καταλήγοντας, ζητάμε από τον κ. Γαβρά ένα σχόλιο και πάνω στις σύγχρονες κινηματογραφικές εξελίξεις, τόσο ως προς τα θέματα όσο και ως προς τις σημερινές συνήθειες του κοινού: «Πρόσφατα συμβαίνει κάτι μάλλον επικίνδυνο. Οχι τόσο όσον αφορά την παραγωγή των φιλμ, αλλά το γεγονός ότι οι άνθρωποι μπορούν να δουν ό,τι θέλουν στην τηλεόραση και στο τηλέφωνό τους. Κάτι πολύ αρνητικό για εμένα. Τα φιλμ πρέπει να τα βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη μαζί με άλλους. Δεν το λέω εγώ, ούτε καν ο κινηματογράφος. Οι αρχαίοι Ελληνες το ξεκίνησαν με τα θέατρά τους. Ενιωθαν ότι η κοινωνία πρέπει να βρεθεί μαζί απέναντι σε ένα πρόβλημα ή σε ένα θέαμα. Εχει να κάνει και με ειδικά χαρακτηριστικά: διαλέγουμε το φιλμ που θα δούμε, πηγαίνουμε εκεί όπου παίζεται, πληρώνουμε κάτι – είναι με δυο λόγια κάτι που θέλουμε πραγματικά να κάνουμε».

Οσο για τα θέματα, που στο σύγχρονο σινεμά πηγάζουν σε μεγάλο βαθμό από τα κινήματα του δικαιωματισμού, ο Ελληνας σκηνοθέτης έχει τη δική του προσέγγιση: «Ο κινηματογράφος είναι κομμάτι της κοινωνίας. Συχνά στο παρελθόν παρουσίαζε τα θέματα διαφορετικά, π.χ. ο αμερικανικός κινηματογράφος είχε πάντα το happy end. Σήμερα, οι δημιουργοί προσπαθούν να έρθουν πιο κοντά στον ρεαλισμό. Τη θεωρώ καλή εξέλιξη, να δείχνεις δηλαδή τα πράγματα όπως είναι. Εχει αλλάξει και το κοινό, θέλει να βλέπει πράγματα που τα νιώθει πιο κοντά του, όπως παλιότερα ήθελαν κάτι άλλο».
πηγή: kathimerini.gr

Μπορεί επίσης να σας αρέσει