Ρέθυμνο: Οι ιστορίες του Ρεθύμνου έχουν όνομα και πρόσωπο: Αυτό της Μαρίας!

Μαρία Τσουκνάκη: η κρητικιά “story-teller”!
«Η μεγαλύτερη ανταμοιβή για μένα μετά τις αφηγήσεις είναι η λάμψη στα μάτια των θεατών-ακροατών. Είναι ίσως καλύτερο κι από χειροκρότημα αυτό.»
Η Μαρία Τσουκνάκη είναι κάτι σαν μια δεινή storyteller. Στο εξωτερικό, οι storytellers είναι η ψυχή της παρέας, καθώς μεταδίδουν στιγμές περασμένων ζωών. Και η Μαρία είναι σίγουρα μια γυναίκα που στο Ρέθυμνο είναι – εδώ και 15 χρόνια – απόλυτα ταυτισμένη με τις αφηγήσεις. Από πλατείες, αυλές και σχολικές αίθουσες, μέχρι βιβλιοθήκες και χώρους πολιτιστικών δράσεων, η παρουσία της είναι παντού!
Μπορεί να είναι για τους ενήλικες μια εικαστικός, θεατρολόγος ή αφηγήτρια, όμως αν ρωτήσεις τα ίδια τα παιδιά που την έχουν ζήσει από κοντά, θα σου πουν κάτι άλλο. Οι ιστορίες του Ρεθύμνου έχουν όνομα και πρόσωπο: της Μαρίας!
-Ποια ήταν η πρώτη αφορμή που σε “σήκωσε” όρθια για την πρώτη σου αφήγηση, την πρώτη ιστορία που είπες;
Η αναγκαιότητα αφήγησης ιστοριών, μύθων και παραμυθιών ήρθε μαζί με τα παιδιά μου. Ήμουν από τα πολύ νεανικά μου χρόνια μια φανατική αναγνώστρια της λογοτεχνίας. Στο πέρασμά μου από τις θεατρικές σπουδές, μου δόθηκε η ευκαιρία να αναμετρηθώ με το κοινό κι έτσι είχα, τρόπω τινά, ξεπεράσει τον φόβο της έκθεσης και είχα κατακτήσει κάποιες τεχνικές άρθρωσης και εκφραστικότητας.
Απ’ όταν όμως ήρθαν τα παιδιά στη ζωή μου, από την σύλληψή τους ακόμα, διαπίστωσα τη δύναμη των μύθων και των παραμυθιών. Για δέκα ολόκληρα χρόνια τα συνόδευα με ιστορίες. Ιστορίες που διάβαζα και ξαναδιάβαζα σε ένα καθημερινό τελετουργικό που μας ένωνε βαθιά. Και κάποια στιγμή είδα την αφηγήτρια Σάσα Βούλγαρη να αφηγείται στις Μαργαρίτες. Μαγεύτηκα. Ήταν σα να με χτύπησε κεραυνός.
Εκείνη την εποχή είχα αναλάβει την διοργάνωση του Θεματικού Φεστιβάλ Παιδικής Δημιουργικότητας με τους πολιτιστικούς συλλόγους Κούφης και Αργυρούπολης. Το πρώτο θέμα ήταν ο κύκλος του ψωμιού. Καθαρίσαμε ένα αλώνι κι έκανα εκεί την πρώτη μου αφήγηση με τον μύθο της Περσεφόνης. Ήταν κάτι μαγικό. Όλα ήταν πολύ απλά κι ανεπιτήδευτα. Είδα τη δύναμη που έχει ο λόγος και διαπίστωσα την αμεσότητα της αφήγησης. Από τότε ξεκίνησε το ταξίδι που ακόμα συνεχίζεται. Ήταν το καλοκαίρι του 2010.
-Έχεις διαπιστώσει ότι τα παιδιά το είχαν ανάγκη… μετά την καθήλωση στις οθόνες και στα κινητά;
Οι ιστορίες δεν είναι για να κοιμίζουν τα παιδιά αλλά για να αφυπνίζουν τους μεγάλους. Όλοι έχουμε ανάγκη τις ιστορίες. Οι ιστορίες συνδέουν, ανοίγουν μονοπάτια αυτογνωσίας, κατανόησης του μέσα και του έξω κόσμου, πλάθουν αξίες, διαμορφώνουν αισθητική.
Τα παιδιά είναι οι πιο σημαντικοί αποδέκτες αλλά και οι πιο σκληροί κριτές. Αν δεν μπουν στην ιστορία που τους αφηγείσαι, δεν θα διστάσουν να στο πουν, να το εκφράσουν με όποιο τρόπο θέλουν, χωρίς προσχήματα κι ευπρεπισμούς.
Η σημερινή πραγματικότητα μας έχει βάλει όλους μέσα στις οθόνες. Τα παιδιά, ως πιο ευαίσθητοι δέκτες, κινδυνεύουν περισσότερο ίσως από εμάς να απορροφηθούν από τη δύναμη της εικόνας. Όμως η εμπειρία μου όλα αυτά τα χρόνια, μου έχει δείξει ότι ο καλός αφηγητής είναι ικανός να σπάσει κάθε οθόνη και να απελευθερώσει τη φαντασία τόσο των παιδιών όσο και των μεγάλων.
Τα παιδιά έχουν μια απίστευτη ικανότητα να διαδρούν όταν τους δίνεται η δυνατότητα. Στη διαδικασία της αφήγησης, ο θεατής είναι πολύ πιο διαδραστικός από ό,τι σε μια αμιγώς θεατρική παράσταση. Δεν υπάρχει ο τέταρτος τοίχος. Ο αφηγητής απευθύνεται στον θεατή-ακροατή άμεσα, προσωπικά σχεδόν, τον παρασύρει στη δημιουργία εικόνων, του μεταφέρει το συναίσθημα ατόφιο.
Οπότε ναι, τα παιδιά αλλά και οι ενήλικες βγαίνουν σίγουρα ωφελημένοι από αυτή τη ιδιαίτερη σχέση που δημιουργείται με τον αφηγητή και την ιστορία που ακούγεται. Κι ίσως τον αφηγητή να τον ξεχάσουν… την ιστορία όμως ποτέ.
-Σίγουρα όλα αυτά τα χρόνια έχεις βιώσει και διαφορετικές αντιδράσεις; Στο τέλος των αφηγήσεων τι γίνεται;
Η μεγαλύτερη ανταμοιβή για μένα μετά τις αφηγήσεις είναι η λάμψη στα μάτια των θεατών-ακροατών. Όταν τελειώνει μια αφήγηση κι έρχεται η σιωπή, εκείνη η μετέωρη στιγμή που αναρωτιέσαι αν μένει κάτι ακόμα να πεις, έχει συμβεί να μου λένε να συνεχίσω. Είναι ίσως καλύτερο κι από χειροκρότημα αυτό.
Μου έχει συμβεί να έρχονται να με αγκαλιάζουν, έχω δει να δακρύζουν, μου έχουν χαρίσει ζωγραφιές, δωράκια από τις τσέπες τους. Τους έχω δει να κάθονται να συζητάνε μετά. Κάθε αφήγηση είναι ένα δώρο για μένα, μια αναμέτρηση με τον εαυτό μου και την ιστορία. Μια περιπέτεια σχέσεων. Κάθε φορά είναι διαφορετική, γιατί κάθε φορά είναι άλλα μάτια που σε κοιτούν και περιμένουν να στάξεις μέσα τους τις λέξεις της ιστορίας.
-Συνολικά υπάρχει μια και μοναδική φορά που έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά και το μυαλό σου;
Μια από τις πιο μαγικές στιγμές ήταν όταν μας είχε καλέσει ο Δήμος Ηρακλείου να κάνουμε μια αφήγηση σε μια πλατεία. Τότε συνεργαζόμουν με τον μουσικό και παιδαγωγό Άλκη Πασχαλίδη.
Φτάνοντας στον τόπο που μας είχαν υποδείξει δεν μας περίμενε κανείς. Η πλατεία είχε κάτι τσιμεντένιες κερκίδες και διάφορο κόσμο που περπατούσε, παιδιά που έκαναν ποδήλατο, που έτρεχαν εδώ κι εκεί. Ήταν φανερό ότι δεν ήξερε κανείς ότι θα γινόταν κάτι.
Ξεκινήσαμε να στήνουμε τα όργανα, ένα μικρό διάκοσμο, να βάζουμε κάτι χαλιά και αρχίσαμε να λέμε στον κόσμο ότι είχαμε έρθει καλεσμένοι από τον Δήμο για να πούμε παραμύθια κι ιστορίες και ότι μπορούσαν να κάτσουν αν ήθελαν. Χωρίς εισιτήριο…
Μέχρι να τελειώσουμε το στήσιμο, οι κερκίδες άρχισαν να γεμίζουν από ετερόκλητο κόσμο. Παιδιά, παππούδες, έφηβοι, μαμάδες με καρότσια, διάφοροι περαστικοί. Κι όταν κάποια στιγμή κρίναμε ότι το κοινό ήταν έτοιμο να μας.
πηγή: daynight,gr