Έφτιαξε την καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών. Και το έκανε για να δείξει πόσο ψεύτικο είναι το χρήμα

Δεν πήγε ποτέ σε κινηματογραφική σχολή. Έγραψε τη «Κάλπικη Λίρα» για να δείξει πως ένα νόμισμα μπορεί να ξεγυμνώσει μια ολόκληρη κοινωνία.

Γεννήθηκε από οικογένεια Σουλιωτών και αντί να γίνει στρατηγός, έγινε σκηνοθέτης. Ο Γιώργος Τζαβέλλας δεν πέρασε ποτέ από κινηματογραφική σχολή. Δεν ήξερε ούτε μία νότα, αλλά έγραφε μουσική. Ήταν 19 χρονών όταν ανέβηκε στο σανίδι η πρώτη του οπερέτα. Και λίγα χρόνια μετά, μέσα στην Κατοχή, γύρισε ταινία στο πίσω μέρος του σινεμά Ρεξ, χρησιμοποιώντας το ρεύμα που είχαν αφήσει οι Γερμανοί.

Τον έλεγαν «το παιδί του Σαρλό». Μαγευόταν από τον Τσάπλιν και ταυτόχρονα είχε μια βαθιά αγάπη για την αρχαία τραγωδία. Ήταν παιδί όταν είδε τις Δελφικές Εορτές του Σικελιανού και υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι μια μέρα θα γυρίσει την «Αντιγόνη». Και το έκανε. Με την Παπά, τον Κατράκη και παγκόσμια αναγνώριση.

Όμως η στιγμή που άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ελληνική ιστορία του κινηματογράφου ήταν το 1955. Τότε που έγραψε και σκηνοθέτησε την «Ιστορία μιας κάλπικης λίρας». Μια σπονδυλωτή ταινία, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, με τέσσερις ιστορίες που γυρνούσαν γύρω από το ίδιο πράγμα: το χρήμα. Τις ζωές που συνθλίβει. Τα όνειρα που αγοράζει. Τα ψέματα που ξεγυμνώνει.

Ο Χορν, η Λαμπέτη, ο Λογοθετίδης, ο Μακρής, ο Φωτόπουλος, η Βρανά – όλοι έπαιξαν με μια απλότητα και μια δύναμη που έκανε τους ξένους να σταθούν και να κοιτάξουν τι κάνει η Ελλάδα. Η ταινία προβλήθηκε ταυτόχρονα σε χίλιες αίθουσες στη Σοβιετική Ένωση, πήγε στις Κάννες, στην Μόσχα, στην Βενετία, στο Μπάρι. Πούλησε δικαιώματα σε τριάντα χώρες. Και μπήκε στη λίστα με τις 1.000 καλύτερες ταινίες στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Για εκείνον δεν είχε νόημα να μιμηθεί το αμερικανικό σινεμά. Έλεγε πως ο ελληνικός κινηματογράφος πρέπει να ποντάρει στο φως, στα τοπία, στα δικά μας πρόσωπα και πάθη. Να πάρει την έλλειψη και να την κάνει στυλ. Να μιλήσει με ειλικρίνεια. Και αυτό ακριβώς έκανε.

Ο ίδιος ήταν λεπτολόγος μέχρι εμμονής. Η «Κάλπικη Λίρα» χρειάστηκε έναν ολόκληρο χρόνο γυρισμάτων, όταν οι άλλες ταινίες τελείωναν σε τρεις μήνες. Ήλεγχε κάθε λεπτομέρεια, από τον φωτισμό μέχρι τη μουσική. Ο πίνακας που ζωγραφίζει ο Χορν στην ταινία δεν ήταν ψεύτικος. Τον φιλοτέχνησε ο ίδιος ο Αλέκος Κοντόπουλος.

Ο Τζαβέλλας έδωσε στον ελληνικό κινηματογράφο τα πρώτα του μεγάλα εργαλεία: αληθινούς χαρακτήρες, πολλαπλές οπτικές αφήγησης, ρυθμό, ηθικό προβληματισμό. Ήταν ο πρώτος που έδειξε πως δεν χρειάζεται να υπάρχει «κακός» για να υπάρξει δράμα. Αρκεί το χρήμα. Αρκεί ένα ψεύτικο νόμισμα που περνάει από χέρι σε χέρι και απογυμνώνει την κοινωνία.

Ήταν σοφός, ήταν μελωδικός, ήταν απλός. Και πάντα ήθελε να μείνει έξω από τα φώτα. Πέθανε λίγες μέρες μετά από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1976, με το αρχείο του τακτοποιημένο και την αυτοβιογραφία του σχεδόν έτοιμη. Δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει. Την είχε ξεκινήσει με τη φράση: «Δεν ξέρω αν αξίζει να με θυμούνται. Ίσως να θυμούνται μια ταινία μου. Κι αυτό αρκεί.»

Μπορεί επίσης να σας αρέσει