«Τα λέμε, Χάμπελ»: Ένας αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, τον σταρ που σφράγισε ανεξίτηλα «Τα καλύτερά μας χρόνια» στον κινηματογράφο
Κατάφερε να συνδυάσει την ποιότητα με την εμπορική επιτυχία και τη διασημότητα με τον ακτιβισμό - Οι καλύτεροι ρόλοι του, οι μεγάλες συνεργασίες και η στήριξη στο ανεξάρτητο σινεμά

«Τα λέμε, Χάμπελ»: Ένας αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, τον σταρ που σφράγισε ανεξίτηλα «Τα καλύτερά μας χρόνια» στον κινηματογράφο
Θα μπορούσε, κάλλιστα, να είναι ένας ακόμη ωραίος του Χόλιγουντ που μαγεύει την οθόνη με το βαθύ, εκφραστικό βλέμμα του, το μοναδικά γοητευτικό χαμόγελό του και τα κατάξανθα μαλλιά του. Κι όμως εκείνος αντιστάθηκε σθεναρά στο στερεότυπο του ξανθού αρσενικού και κυνήγησε τους ουσιαστικούς ρόλους, τις εποικοδομητικές συνεργασίες και τα έργα που είχαν κάτι σημαντικό να πουν, επιδίωξε να βρεθεί πίσω από τις κάμερες ως σκηνοθέτης, να αναδείξει νέους ταλαντούχους ηθοποιούς και δημιουργούς και να στηρίξει το ανεξάρτητο σινεμά ως παραγωγός.
Για όλα αυτά και πολλά ακόμη ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, που έφυγε σήμερα, ήρεμα, στα 89 του χρόνια, χάρισε στην 7η τέχνη πολλά από… «Τα καλύτερά της χρόνια».
Για περισσότερες από έξι δεκαετίες υπηρέτησε κυρίως τον κινηματογράφο, αλλά και την τηλεόραση και το θέατρο, υποδειγματικά, με απόλυτο σεβασμό και όραμα να βοηθήσει ώστε να φτιαχτεί ένας καλύτερες κόσμος. Όχι μόνον στο σινεμά αλλά και στην πραγματική ζωή, για την οποία επίσης πάλεψε μέσα από την ενεργή ακτιβιστική του δράση. Γιατί ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ δεν υπήρξε ποτέ ο σταρ που ανάλωνε το χρόνο του στις λαμπερές κοσμικές εκδηλώσεις.
Αντιθέτως, ζούσε κατά κύριο λόγο στη σκιά και όταν δεν καταπιανόταν με κάποιο καλλιτεχνικό σχέδιο, έβγαινε μπροστά για να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με την καταστροφή του περιβάλλοντος, να αντισταθεί δημόσια σε πολιτικές που θεωρούσε επικίνδυνες. Και κάπως έτσι κατάφερε κάτι εξαιρετικό δύσκολο: να συνδυάσει την ποιότητα με την εμπορική επιτυχία και τη διασημότητα με την ουσία.
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ με την Μπάρμπαρα Στρέιζαντ στην ταινία «Τα καλύτερά μας χρόνια»
Κλείσιμο
Στην πραγματική ζωή ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ ήταν το ακριβώς αντίθετο του Χάμπελ, του πρωταγωνιστικού ρόλου μέσα από τον οποίον έλαμψε το άστρο του, στο πλευρό της Μπάρμπαρα Στρέιζαντ, στα κλασικά πλέον «Καλύτερά μας χρόνια» του Σίντεϊ Πόλακ. Ο κόσμος δεν περιστρεφόταν αποκλειστικά γύρω από τον εαυτό του, αντιθέτως αισθανόταν πως όφειλε να χρησιμοποιεί την επωνυμία του ως μέσο για τη ανάδειξη και τη στήριξη υψηλών στόχων.
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ με την Τζέιν Φόντα στην ταινία «Ξυπόλητοι στο πάρκο»
Ήταν φιλόδοξος αλλά και τολμηρός. Χάρηκε την παρθενική μεγάλη κινηματογραφική του επιτυχία στην ταινία «Ξυπόλητοι στο Πάρκο» (1967), ρόλο τον οποίο είχε ενσαρκώσει λίγα χρόνια νωρίτερα και στο θέατρο, αλλά αμέσως μετά είπε «όχι» σε πολλά υποσχόμενες προτάσεις μεταξύ των οποίων οι ταινίες «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;» και «Ο πρωτάρης». Δεν του αρκούσε ο τίτλος που ωραίου και διάσημου πρωταγωνιστή.
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ κυνήγησε τις συνεργασίες με τα μεγαλύτερα ονόματα του Χόλιγουντ δίχως να φοβάται τις συγκρίσεις. Έπαιξε, μεταξύ άλλων, με τον θρυλικό Μάρλον Μπράντο στην «Καταδίωξη» (1966) του Άρθουρ Πεν, με τον Πολ Νιούμαν στο γουέστερν «Δυο ληστές» (1969) και στην γκανγκστερική περιπέτεια «Το Κεντρί» (1973), και τα δύο σε σκηνοθεσία Τζορτζ Ρόι Χιλ, με τον Ντάστιν Χόφμαν στο «Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου» (1975), όπου υποδυόταν τον δημοσιογράφο που ερευνούσε ένα πολιτικό σκάνδαλο διεισδύοντας για πρώτη φορά σε θέματα πολιτικού ακτιβισμού, αλλά και με σούπερ σταρ της νεότερης γενιάς όπως ο Μπραντ Πιτ στο Παιχνίδι Κατασκόπων (2001), ο Τομ Κρουζ κ.ά.
Μάρλον Μπράντο και Ρόμπερτ Ρέντφορντ στην ταινία «Καταδίωξη»
Με τον Πολ Νιούμαν στην ταινία «Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου»
Παράλληλα υπήρξε ιδανικός παρτενέρ των διασημότερων πρωταγωνιστριών της μεγάλης οθόνης, από την Νάταλι Γουντ και τη Τζέιν Φόντα, μέχρι την Μπάρμπαρα Στρέιζαντ και τη Μία Φάροου, με την οποία συμπρωταγωνίστησε το 1974 στον «Μεγάλο Γκάσμπι» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, κι από τη Φέι Ντάναγουεϊ και την Μέριλ Στριπ με την οποία υπήρξε αριστουργηματικό ζευγάρι στο «Πέρα από την Αφρική» (1985) μέχρι την Μισέλ Φάιφερ στο «Υπόθεση πολύ προσωπική», την Ντέμι Μουρ (1996) στην «Ανήθικη Πρόταση» (1993), την πρωτοεμφανιζόμενη τότε Σκάρλετ Γιόχανσον στον αγαπημένο «Γητευτή των αλόγων» (1998) και την Κέιτ Μπλάνσετ στην «Αλήθεια» (2015).
Με την Ντέμι Μουρ στην ταινία «Ανήθικη πρόταση»
Με την Μέριλ Στριπ στο «Πέρα από την Αφρική»
Πίσω από τις κάμερες
Παρότι η κάμερα τον λάτρευε και το πρόσωπο του «έγραφε» καλύτερα ίσως από οποιουδήποτε άλλου πρωταγωνιστή της γενιάς του, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ δεν δίστασε να βρεθεί πίσω από αυτή και μάλιστα αρκετά νωρίς, την εποχή που πρωταγωνιστούσε σε όλα τα εξώφυλλα ως ένας από τους ωραιότερους και πιο ποθητούς άνδρες του κόσμου. Κι έμελλε, τελικά, να είναι αυτός ο ρόλος του θα τού χαρίσει, έστω και καθυστερημένα, το πρώτο από τα δύο συνολικά Όσκαρ της καριέρας του, το 1980, για τη σκηνοθεσία του στην εξαιρετική δραματική ταινία «Συνηθισμένοι Άνθρωποι», οδηγώντας τους πρωταγωνιστές Μέρι Τάιλερ Μουρ, Ντόναλντ Σάδερλαντ και Τίμοθι Χάτον σε ρεσιτάλ ερμηνείας!
Ανάμεσα στις περισσότερες από δέκα ταινίες που υπέγραψε σκηνοθετικά ήταν επίσης το βασισμένο στο μυθιστόρημα του Τζον Νίκολς «Μιλάγκρο, η γη της σύγκρουσης» (1988), «Το ποτάμι κυλά ανάμεσά μας» (1992) που σηματοδότησε την παρθενική του συνεργασία με τον Μπραντ Πιτ, το «Quiz Show» (1994), «Ο Γητευτής των αλόγων» (1998), «Ο θρύλος του Μπάγκερ Βανς (2000) με πρωταγωνιστές τους Ματ Ντέιμον και Γουίλ Σμιθ και « Ο κανόνας της σιωπής» (2012).
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ παραλαμβάνοντας το Όσκαρ
Ο πολυπράγμων Ρόμπερτ Ρέντφορντ υπήρξε, παράλληλα, ο άνθρωπος που έδωσε φωνή στον ανεξάρτητο κινηματογράφο δημιουργώντας, το 1981, το Sundance Institute και στήνοντας, στον αγαπημένο του τόπο, στα βουνά της Γιούτα, όπου άφησε την τελευταία του πνοή, το Sundance Film Festival από τους κόλπους του οποίου αναδείχτηκαν σπουδαίες δουλειές του Κουέντιν Ταραντίνο, των αδελφών Κοέν και άλλων διάσημων μετέπειτα κινηματογραφιστών της νεότερης. Αυτό ήταν το πιο σημαντικό δώρο του στην κινηματογραφική βιομηχανία που είχε σταθεί τόσο καλή μαζί του, όπως είχε πει χαρακτηριστικά το 2002, παραλαμβάνοντας το δεύτερο Όσκαρ του για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο.
Οι δυο γυναίκες της ζωής του
Αν και διαχρονικά ποθητός και περιζήτητος, μιας και υπήρξε ένας άνδρας εξαιρετικά γοητευτικός ακόμη και σε μεγάλη ηλικία, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ δεν ακολούθησε ποτέ το κλασικό μοντέλο του άστατου πλέι μπόι. Αντιθέτως, κρατούσε πάντα την προσωπική του ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Από τα 22 του και για 27 ολόκληρα χρόνια υπήρξε παντρεμένος με την Lola Van Wagenen με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Η ζωή και η τύχη, ωστόσο, τούς έβαλε δύσκολα από το ξεκίνημα της κοινής τους πορείας μιας και το πρώτο τους παιδάκι πέθανε από σύνδρομο παιδικού αιφνίδιου θανάτου, όταν ήταν μόλις 2,5 μηνών. Αρκετές δεκαετίες αργότερα, ο Ρέντφορντ θα βιώσει μία ακόμη προσωπική τραγωδία, χάνοντας τον δεύτερο γιο του από καρκίνο σε ηλικία 58 ετών.
Ο Ρόμπετρ Ρέντφορντ με την πρώτη του σύζυγο Lola Van Wagenen
Η δεύτερη σχέση-σταθμός στη ζωή του ήταν αυτή με την γερμανικής καταγωγής ζωγράφο και ακτιβίστρια Sibylle Szaggars με την οποία παντρεύτηκε το 2009, έπειτα από αρκετά χρόνια γνωριμίας, και πορεύτηκε ήρεμα, συντροφικά, με τις ίδιες αξίες και ανησυχίες.
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ με τη δεύτερη σύζυγό του Sibylle Szaggars
Η απώλεια του Ρόμπερτ Ρέντφορντ συνιστά, αναμφισβήτητα ένα τέλος εποχής, για την ιστορία του κινηματογράφου αλλά και για όλες τις γενιές των θεατών που πορεύτηκαν μαζί του μέσα από τις ιστορίες των ταινιών του και τις κοινές κοινωνικές, περιβαλλοντικές και πολιτικές ανησυχίες.
Ποια σκηνή απ’ όλες τις ταινίες του θα συνιστούσε άραγε τον ιδανικό αποχαιρετισμό για εκείνον; Μα φυσικά το φινάλε από τα «Καλύτερα μας χρόνια», όταν η Κέιτ (Μπάρμπαρα Στρέιζαντ) τον συναντά αρκετό καιρό μετά τον επώδυνο και για τους δύο, αλλά αναπόφευκτο χωρισμό τους, και αφού αγγίξει τρυφερά τα υπέροχα ξανθά μαλλιά του και τον αγκαλιάσει, θα αποχαιρετιστούν, με εκείνη να τον κοιτάζει να απομακρύνεται και να του λέει χαμογελαστή, αλλά εμφανώς συγκινημένη: «Τα λέμε, Χάμπελ»…
