Συγνώμη για αυτές τις 6 μέρες καθυστέρησης Kurt, αλλά είναι σαν να σε ακούω να λες “I don’t give a fuck about that Johnny”

Ήταν, δυστυχώς μία τέτοια μέρα του 1994, (5  του Απρίλη και όχι 11…), που με έβρισκε στο παγωμένο Άμστερνταμ.  Μια μέρα σκοτεινή, πνιγμένη στη σιωπή του πένθους, όταν ο Κερτ Ντόναλντ Κομπέιν —γεννημένος στο βροχερό Αμπερντίν της Ουάσιγκτον— έδωσε ο ίδιος τέλος στη ζωή του, επιλέγοντας τον θλιβερό ρόλο του αυτόχειρα.

Μορφή ακατέργαστη και αυθεντική, ηγέτης και σύμβολο της Grunge σκηνής, ο Κομπέιν δεν ήταν απλώς μουσικός — ήταν η φωνή μιας γενιάς (της δικής μου),  μιας γενιάς που ούρλιαζε αθόρυβα. Μιας γενιάς χαμένης μέσα στον θόρυβο των ’90s. Ήταν εκείνος που, με το βλέμμα χαμηλωμένο και την ψυχή του ξέσκεπη, αναποδογύρισε τα δεδομένα της ροκ σκηνής, δίνοντάς της κάτι ακατέργαστο, ειλικρινές και αφόρητα αληθινό.

Το διαζύγιο των γονιών του σε ηλικία μόλις εννέα ετών έμελλε να χαράξει ανεξίτηλα το εσωτερικό του τοπίο. Το κάποτε ζωηρό και γελαστό παιδί, βυθίστηκε σιωπηλά στον εσωτερικό του κόσμο, κλείστηκε σε ένα καβούκι πόνου — εκεί όπου η μουσική έγινε καταφύγιο, σωτηρία και κατάρα μαζί.

Ως έφηβος στη μουντή, επαρχιακή του πόλη, σύχναζε σε συναυλίες στο Σιάτλ, εκεί όπου πρωτογνώρισε την ωμή ενέργεια της ροκ. Άρχισε να τριγυρνά στους χώρους εξάσκησης των Melvins, κι εκεί, αθόρυβα, γράφτηκε η αρχή ενός θρύλου. Το νερό είχε ήδη μπει στ’ αυλάκι.

Κι έπειτα ήρθε η έκρηξη. Οι Nirvana. Από την αφάνεια — στην κορυφή. Από τα σκοτεινά υπόγεια — στα παγκόσμια charts. Το 1991, το Nevermind έγινε κάτι παραπάνω από δίσκος· έγινε φαινόμενο. Το Smells Like Teen Spirit η κραυγή της «Generation X», η αποτύπωση μιας βαθιάς εσωτερικής αναστάτωσης.

Όμως πίσω από τη σκηνή, ο Κερτ βασανιζόταν. Χρόνια πόνου — τόσο σωματικού όσο και ψυχικού. Βρογχίτιδα και μια ανεξιχνίαστη στομαχική ασθένεια τον κατέτρωγαν. Μέσα σ’ αυτό το βασανιστήριο, βρήκε προσωρινή παρηγοριά στην ηρωίνη. Όπως εξομολογήθηκε κάποτε: “Ξεκίνησα με συνεχόμενες μέρες που έπαιρνα ηρωίνη και δεν ένιωθα κανέναν πόνο στο στομάχι μου”. Αλλά ο εθισμός δεν λυπήθηκε — ούτε άφησε περιθώρια.

Η κατάθλιψη, το αλκοόλ, τα ηρεμιστικά — όλα μαζί δημιούργησαν έναν εσωτερικό λαβύρινθο δίχως έξοδο. Και στο τέλος, τον Απρίλη του 1994, ήρθε η απόφαση. Σπαρακτική. Τελική.

*

Δίπλα του, βρέθηκε ένα σημείωμα. Ήταν λιτό, πικρό, αφοπλιστικά ειλικρινές:
“Δεν έχω νιώσει τη διέγερση που μου προκαλούσε το να ακούω και να δημιουργώ μουσική, μαζί με το πραγματικό γράψιμο, εδώ και πάρα πολλά χρόνια.”

Ήταν μόλις 27. Ένας ακόμη κρίκος στην αλυσίδα των «καταραμένων». Κι όμως, η μουσική του ακόμα ταξιδεύει. Περνά μέσα από ηχεία και καρδιές. Δεν ξεχάστηκε. Δεν θα ξεχαστεί. Γιατί η φωνή του ήταν πιο δυνατή απ’ τον θάνατο.

Κι αν η ζωή του ήταν σύντομη, το αποτύπωμά του έμεινε ανεξίτηλο.
Μέσα στη σιωπή, ακόμα ακούγεται εκείνο το ουρλιαχτό (το δικό μου)

Μπορεί επίσης να σας αρέσει